- αλμανάκ
- almanach
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αλμανάκ — αλμανάκ, το και αλμανάχ, το (λ. αραβ.), ημερολόγιο, ημεροδείχτης: Σου πήρα ένα ωραίο αλμανάκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλμανάκ — Τύπος ημερολογίου, που εκτός από την ένδειξη των μηνών και των ημερών του χρόνου, των αστρονομικών φαινομένων και των εορτών, περιέχει επίσης ανέκδοτα, ποιηματάκια, συμβουλές, αινίγματα και λαϊκές προφητείες. Α. υπήρχαν και στα αρχαιότατα χρόνια… … Dictionary of Greek
βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
καζαμίας — Τύπος λαϊκού ημερολογίου, είδος αλμανάκ. Βλ. λ. αλμανάκ. * * * ο τίτλος μικρού λαϊκού ημερολογίου που περιέχει προφητείες, ανέκδοτα κ.λπ., ημερολόγιο, καλαντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Casamia, όν. ανύπαρκτου αστρολόγου, το οποίο έμπαινε ως τίτλος… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… … Dictionary of Greek
αλμανάκι — το [αλμανάκ] ημερολόγιο, καλαντάρι … Dictionary of Greek
αλμεναχόν — ἁλμεναχόν, το (Μ) η λ. σήμαινε βιβλίο ημερολογίου. Απαντάται στον Ευσέβιο (Ευαγγελ. Προπαρ. 3, 92). Στον Πορφύριο αναφέρεται ως αλμεινιχιακόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας πιθ. συνδέεται με το αλμανάκ] … Dictionary of Greek
Αντρέγεφ, Λεονίντ Νικολάγεβιτς — (Leonid Nikolayevich Andreyev, Ορέλ 1871 – Μουσταμέγκι, Φιλανδία 1919).Ρώσος συγγραφέας (αναφέρεται και ως Αντρέεφ). Τα πρώτα του έργα τράβηξαν την προσοχή του Γκόρκι, που ανέλαβε να τα δημοσιεύσει. Αρχικά προσέλκυσαν το ενδιαφέρον του τα… … Dictionary of Greek
Γκρεβέν, Αλφρέντ — (Alfred Grevin, 1827 – 1892).Γάλλος σχεδιαστής και γελοιογράφος. Συνεργάστηκε ως γελοιογράφος στις παρισινές ευθυμογραφικές εφημερίδες Διασκεδαστική εφημερίδα (Journal amusant)και Μικρή εφημερίδα για να γελάτε (Petit journal pour rire)και ίδρυσε… … Dictionary of Greek